- χοροδιδασκαλείο
- το, Νσχολή χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροδιδασκαλείο — το αίθουσα όπου διδάσκονται οι χοροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)